εἰδωλολάτρῃ

εἰδωλολάτρῃ
εἰδωλολάτρης
idol-worshipper
masc/fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Νέστωρ — I Ομηρικός ήρωας, βασιλιάς της Πύλου, γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας, περίφημος για τη σοφία, την ευγλωττία και την τόλμη του. Έζησε επί τρεις γενιές ανθρώπων και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων : στον πόλεμο των Λαπιθών και των… …   Dictionary of Greek

  • αθανασία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η μάρτυς. Σφαγιάστηκε στον διωγμό του Διοκλητιανού, για τη χριστιανική της πίστη, μαζί με τις τρεις κόρες της, Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. 2. Η οσία. Μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της,… …   Dictionary of Greek

  • νέστωρ — I Ομηρικός ήρωας, βασιλιάς της Πύλου, γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας, περίφημος για τη σοφία, την ευγλωττία και την τόλμη του. Έζησε επί τρεις γενιές ανθρώπων και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων : στον πόλεμο των Λαπιθών και των… …   Dictionary of Greek

  • Άδαυκτος ή Αύδακος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ευγενής από την Έφεσο της Μικράς Ασίας. Ήταν χριστιανός και γι’ αυτό αρνήθηκε να επιτρέψει στον ειδωλολάτρη Μαξιμίνο να πάρει ως σύζυγο την κόρη του Καλλιστίνη. Ο Μαξιμίνος δήμευσε την περιουσία του, τον… …   Dictionary of Greek

  • Αυγουστίνος, άγιος — (Ταγκάστη, Βόρεια Αφρική 354 – Ιππών 430 μ.Χ.). Άγιος, πατέρας της καθολικής εκκλησίας. Γεννήθηκε από μητέρα χριστιανή, την αγία Μόνικα, και από πατέρα ειδωλολάτρη, τον δέκαρχο Πατρίκιο, που λέγεται ότι βαφτίστηκε λίγο πριν από τον θάνατό του.… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιηού — (9oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως βασιλιάς του Ισραήλ. Ήταν γιος του Ιωσαφάτ, ο οποίος διετέλεσε αρχικά στρατηγός του βασιλιά Ιωράμ. Όταν όμως ο Ιωράμ στράφηκε στην ειδωλολατρία, ο Ι. τον σκότωσε και χρίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μινούκιος Φήλιξ, Μάρκος — (Marcus Minucius Felix, 2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος συγγραφέας αφρικανικής καταγωγής. Στον διάλογό του Octavius, ένας νεοφώτιστος στον χριστιανισμό, ο Οκτάβιος, ανασκευάζει τις αντιρρήσεις του ειδωλολάτρη Καικιλίου, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει μια… …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”